- ευπρέπεια
- 1) bienséance2) décence
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὐπρεπείᾳ — εὐπρεπείᾱͅ , εὐπρέπεια goodly appearance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρέπεια — goodly appearance fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρέπεια — η (ΑΜ εὐπρέπεια) [ευπρεπής] 1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση 2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους 3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα μσν. καύχημα, κόσμημα μσν. αρχ. μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν… … Dictionary of Greek
ευπρέπεια — η 1. καλή και άψογη εξωτερική εμφάνιση. 2. οι καλοί τρόποι, η κοσμιότητα, η ευγένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπρεπείας — εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπεια goodly appearance fem acc pl εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπεια goodly appearance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπείαι — εὐπρεπείᾱͅ , εὐπρέπεια goodly appearance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπειῶν — εὐπρέπεια goodly appearance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπείαις — εὐπρέπεια goodly appearance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπείης — εὐπρέπεια goodly appearance fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρέπειαι — εὐπρέπεια goodly appearance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρέπειαν — εὐπρέπεια goodly appearance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)